Σε πεδίο διαμάχης μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των ιδιωτικών παρόχων υγείας έχει εξελιχθεί το ζήτημα της συνεχούς αύξησης των ασφαλίστρων υγείας.
της Βίκυς Γερασίμου
Σε μία περίοδο που η αγοραστική δύναμη του εισοδήματος των καταναλωτών μειώνεται συνεχώς και 1 στους 4 Έλληνες αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φτώχειας (Eurostat), τα ασφάλιστρα που καλούνται να καταβάλλουν τα νοικοκυριά στην υγεία – κυρίως στα ισόβια προγράμματα – έχουν καταγράψει αυξήσεις που φτάνουν και το 15%.
Η πολιτική πιέσεων που έχει ασκήσει μέχρι τώρα η ασφαλιστική αγορά, σύμφωνα με πηγές, δεν έχει καταστεί δυνατό να αλλάξει τις “ολιγοπωλιακές” ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί στον τομέα της υγείας και δημιουργούν σε πολλές περιπτώσεις “κενά” διαφάνειας. Αυτό άλλωστε το επεσήμανε και η έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για την υγεία που δημοσιεύτηκε το 2023.
Θυμίζουμε ότι η έκθεση στο πεδίο “Σχέσεις ασφαλιστικών επιχειρήσεων με ιδιωτικούς παρόχους υγείας” ανέφερε πως “η αδυναμία ελέγχου του κόστους νοσοκομειακής περίθαλψης και απευθείας επέμβασης σε αυτό των ασφαλιστικών εταιριών επιτείνεται περαιτέρω από την έλλειψη ενός σύγχρονου και διαφανούς συστήματος αποζημίωσης, όπως κάνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι λοιπές χώρες διεθνώς, στα συστήματα υγείας των οποίων γίνεται χρήση των λεγάμενων DRGs (Διαγνωστικά Ομοιογενών Ομάδων). Υπό το φως της παραπάνω αδυναμίας των ασφαλιστικών εταιριών και με γνώμονα τον εξορθολογισμό, σε κάποιο βαθμό, του κόστους των ιατρικών υπηρεσιών, αποτελεί συνήθη πρακτική των ασφαλιστικών εταιριών τις τελευταίες δεκαετίες η σύναψη σε ατομική βάση συμβάσεων με ιδιωτικές κλινικές στο πλαίσιο του ελεύθερου ανταγωνισμού”.