Συνέντευξη στην Αλεξία Σβώλου
Ειρήνη Γεωργίου, Msc., Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια Gestalt.
Κάποτε όταν ήμασταν παιδιά φτιάχναμε πολύπλοκα παζλ. Ακριβώς με αυτές τις κατασκευές μπορεί να παρομοιαστεί το πολυδιάστατο φαινόμενο της βίας μεταξύ των ανήλικων, καθώς συνδέεται με πολλές άλλες πτυχές της ζωής μας όπως εξηγεί σε μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη η ψυχολόγος -ψυχοθεραπεύτρια Gestalt, Ειρήνη Γεωργίου.
Ποιες είναι οι μορφές της βίας στους ανήλικους και γιατί παρατηρούμε αυτή την πρωτόγνωρη αύξηση στην εποχή μας;
Η βία μεταξύ ανηλίκων, παίρνει τις εξής μορφές: α) του κλασικού bullying, β) του διαδικτυακού εκφοβισμού, γ) της αυξανόμενης συμμετοχής σε παραβατικές συμμορίες. Ως bullying, ορίζουμε την επιθετικότητα που έχει τρία χαρακτηριστικά: ανισότητα δύναμης, πρόθεση να προκαλέσει σωματική ή ψυχική βλάβη και επαναληψιμότητα. Οι επιθέσεις μπορεί να είναι σωματικές (χτυπήματα, τραβήγματα κτλ.), συναισθηματικές (απομόνωση, εκβιασμοί κτλ.) , λεκτικές (παρατσούκλια, κοροιδίες κτλ.), ή σεξουαλικές (αγγίγματα, σχόλια κτλ.). Στον διαδικτυακό εκφοβισμό, η παραβίαση είναι συνήθως λεκτική ή σεξουαλική και λαμβάνει χώρα σε ομαδικά chat της τάξης, στα social media μπορεί όμως να κλιμακώνεται και να περιλαμβάνει διάδοση προσωπικών φωτογραφιών και βίντεο, εκβιασμό και διαπόμπευση. Σχετικά με τη συμμετοχή των εφήβων σε παραβατικές ομάδες, αυτή υπήρχε πάντα, αλλά γίνεται όλο και πιο ελκυστική σε παιδιά που έχουν θέματα με τη διαχείριση του θυμού τους, που μεγαλώνουν εσωτερικεύοντας θετικές στάσεις απέναντι στη βία (πρότυπα βίας στο σπίτι και στην ευρύτερη κοινωνία), χωρίς επαρκή επίβλεψη και με έλλειψη ορίων. Υπάρχουν επίσης οικογένειες που αποτυγχάνουν να ενσωματώσουν τα παιδιά τους συναισθηματικά, έτσι τα παιδιά αναγκάζονται να κάνουν οικογένεια την ομάδα.
Το φαινόμενο της βίας και της παραβατικότητας μεταξύ ανηλίκων συνδέεται με τον διαδικτυακό εθισμό;
Τα περισσότερα παιδιά είναι εθισμένα στο διαδίκτυο και αυτό αντανακλάται άμεσα στις σχέσεις τους με τους άλλους. Η οθόνη έχει γίνει η πιο σημαντική σχέση στη ζωή τους. Συνηθίζουν στην απομόνωση και δημιουργούν μια ψευδή αίσθηση ότι έχουν σχέσεις με ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν έχουν και δεν γνωρίζουν. Δημιουργούν μια εικόνα της πραγματικότητας στρεβλή, όπου όλα επιτρέπονται, όπου οι extreme συμπεριφορές, τα αλλόκοτα, ακόμα και η βία κανονικοποιείται. Το φλερτ γίνεται συχνά είτε ανώνυμα, είτε ψευδώνυμα, είτε με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά με τη βοήθεια φίλτρων, είτε παρουσιάζοντας γενικά στα σόσιαλ μια εικόνα εαυτού που απέχει από την πραγματικότητα. Όσο εύκολο είναι σήμερα να γνωρίσεις κάποιον, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να συνδεθείς πραγματικά μαζί του, γιατί το πιο πιθανό είναι να δημιουργήσεις σχέση με την εικόνα του και όχι με τον ίδιο. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια να αναδύονται και νέες μορφές σχέσεων -όπως το “situationship”, σχέσεις με βασικά χαρακτηριστικά την έλλειψη σύνδεσης και την απουσία ευθύνης.
Υπάρχει συσχέτιση με την μουσική τραπ και κυρίως με τους απαράδεκτους στίχους των τραγουδιών;
Η μουσική τραπ με τους προκλητικούς της στίχους δεν είναι τυχαίο που εμφανίζεται σε μια εποχή μεταβατική, κρίσης και ακραίας πόλωσης, όπως η δική μας. Από τη μια μεριά συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας πιέζουν για μεγαλύτερη ελευθερία, περισσότερα δικαιώματα, ανακατατάξεις, για αποδοχή του διαφορετικού, για συμπερίληψη. Αυτές οι πιέσεις όμως, δημιουργούν αυτόματα μια αναδίπλωση σε άλλα τμήματα της κοινωνίας, προς τον συντηρητισμό, την πιο χαρακτηριστική έκφραση της οποίας, βλέπουμε στην σοκαριστική απαγόρευση των αμβλώσεων στην Αμερική. Η τραπ κουλτούρα συνενώνει κατά κάποιον τρόπο τις δύο πολώσεις: από τη μια θέλει να επαναφέρει την εικόνα της γυναίκας ως σεξουαλικού αντικειμένου, την παλινδρόμηση της κοινωνίας δηλαδή, σε παλαιότερες και πιο ανώριμες στάσεις, ενώ παράλληλα εκφράζει την ρευστότητα των αξιών της ιστορικής στιγμής που ζούμε: αν όλα είναι ανεκτά, αν δεν υπάρχουν όρια, τότε γιατί να μην είναι ανεκτές και οι πιο παραβατικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Ποια είναι η επίδραση της πανδημίας σε αυτό το φαινόμενο της εποχής μας;
Είναι ακόμα νωρίς και δεν έχουμε αρκετές έρευνες για τις κοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας. Αυτό που ξέρουμε όμως, είναι ότι την χαρακτήριζε η απομόνωση και η απώλεια (των ανθρώπων, της ζωής όπως την ξέραμε, των βεβαιοτήτων μας). Αντιμετωπίσαμε συλλογικά μια διακοπή της ομαλής ροής, της προσωπικής ανάπτυξης, μια ακινητοποίηση και αναστολή της δράσης, την αποσπασματικότητα. Όλα αυτά είναι ακριβώς, τα χαρακτηριστικά του τραύματος. Ταυτόχρονα, έπρεπε να υποστούμε τη σαρωτική εισβολή του διαδικτύου στη ζωή μας, που την άλλαξε διαπαντός. Χρειάζεται να επεξεργαστούμε σε βάθος όσα συνέβησαν. Μόνο τότε θα ξεπεράσουμε το τραύμα και θα βγούμε ως ανθρωπότητα πιο ώριμη και σοφή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο θυμός, η κατάθλιψη και η κοινωνική αστάθεια είναι εντελώς αναμενόμενα. Και ο πιο αδύναμος κρίκος, τα παιδιά είναι αυτά που θα παρουσιάσουν πρώτα τα συμπτώματα.
Η βία μεταξύ των ανηλίκων και η εμφύλη βία αποτελούν αλληλοσυμπληρούμενα δοχεία;
Η έμφυλη βία είναι δυστυχώς, διαχρονικό φαινόμενο. Απλά σήμερα έχει αναγνωριστεί ως αυτό που είναι, ως έγκλημα, γιατί μέχρι πρόσφατα ρομαντικοποιούταν και έτσι συσκοτιζόταν η φύση του (την σκότωσε γιατί την αγαπούσε, την ζήλευε παράφορα, από έρωτα τα έκανε όλα, κτλ.). Η έμφυλη βία έχει τις ρίζες της στην πεποίθηση ότι η γυναίκα ανήκει στον άντρα και άρα οφείλει να είναι όπως την θέλει και να υποτάσσεται. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επιβάλλεται να τιμωρείται, όταν ξεφεύγει. Ο άντρας θεωρεί ότι έχει αυτό το δικαίωμα εκ φύσεως. Υπάρχει από πίσω, ένα ολόκληρο σύστημα πεποιθήσεων και “αποδείξεων” ότι η γυναίκα είναι κατώτερη και κτήμα του άντρα που στηρίζει το δικαίωμά του να μπορεί να χτυπάει, να προσβάλλει, να ασκεί οικονομικό ή άλλου είδους εκβιασμό και βέβαια, να σκοτώνει. Πρέπει να καταλάβουμε, ότι ενώ υπάρχει μια μερίδα ατόμων που είναι βίαιοι με όλους, η συντριπτική πλειοψηφια των αντρών που ασκούν έμφυλη βία, θα στραφούν αποκλειστικά και μόνο κατά της συντρόφου τους και δεν θα φερθούν βίαια σε άλλον άνθρωπο, σε άλλο πλαίσιο ή σε άλλη συνθήκη. Για το λόγο αυτό, το πρωταρχικό μας μέλημα πρέπει να είναι η καταπολέμηση αυτών των στάσεων που είναι οι περισσότερες υπόγειες και ασυνείδητες (ακόμα και ανάμεσα στις γυναίκες, οι οποίες εσωτερικεύουν αυτή την αφήγηση, ότι δηλαδή, είναι κατώτερες, ότι φταίνε, ότι το αξίζουν). Η εποχή μας με την έξαρση της τραπ ενθαρρρύνει βεβαίως αυτές τις στάσεις. Αλλά τον μεγαλύτερο ρόλο τον παίζουν τα πρότυπα μέσα στο σπίτι. Αν μέσα στην οικογένεια, ακόμα και αν δεν υπάρχει σωματική βία, υπονοείται η κατώτερη θέση της γυναίκας, με σχόλια, με “γυναικείες” δουλειές, με “αστεία”, με έλεγχο, τότε ο γιος το πιο πιθανό είναι να μιμηθεί τη συμπεριφορά, και η κόρη να υποθέσει ότι η αγάπη συνδέεται με την κακοποίηση. Άρα είναι φυσιολογικό ο σύντροφός της να της φέρεται άσχημα και να το ανέχεται.
Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου στην πρόληψη αυτών των φαινομένων; Έχουν ισόβαθμη επίδραση στα παιδιά;
Φυσικά ο ρόλος της οικογένειας στην ανατροφή του παιδιού είναι θεμελιώδης. Το παιδί για να μπορέσει να μεγαλώσει με ασφάλεια και να αναπτύξει ανθεκτικότητα, χρειάζεται να πάρει αποδοχή και αγάπη χωρίς όρους. Όχι δηλαδή ότι σου δείχνω αγάπη, μόνο αν είσαι όπως θέλω. Χρειάζεται να μεγαλώσει με ενσυναίσθηση, ώστε μπορεί να τη δείχνει αργότερα, στους γύρω του, να μη γίνει ποτέ σκληρός με κάποιον άλλον άνθρωπο, και να υπερασπιστεί, αν χρειαστεί τον αδύναμο. Χωρίς όρους δεν σημαίνει χωρίς όρια. Η γενιά που είναι τώρα γονείς, μεγάλωσε δυστυχώς, με πολλά άκαμπτα όρια και πολλές ματαιώσεις. Αυτό ίσως φταίει που είναι απρόθυμη να επιβάλει όρια στα δικά της παιδιά, να διδάξει το σωστό, να μεταδώσει ξεκάθαρες και σταθερές αξίες. Τα παιδιά αυτή την εποχή ζουν ένα παρατεταμένο ναρκισσιστικό όνειρο, όπου θεωρούν ότι όλες οι επιθυμίες τους οφείλουν να εκπληρώνονται, οι πράξεις δεν έχουν συνέπειες, τα συναισθήματα των άλλων είναι αδιάφορα, οι απαιτήσεις για τα ίδια είναι ελάχιστες και το να νιώσει κανείς δυσφορία είναι ανεπίτρεπτο. Ζουν όμως μια ζωή κενή και βαρετή. Έτσι οι φίλοι στο σχολείο μπορούν να γεμίσουν το κενό με νέες περιπέτειες που θα τους φέρουν πρόσκαιρη ικανοποίηση (και τι πειράζει, αν είναι παραβατικές), τα βίντεο γκέιμς και τα σόσιαλ μήντια ενεργοποιούν συνεχώς τη ντοπαμίνη στον εγκέφαλο, ώστε να μη “βαρεθούν” ποτέ. Το σχολείο δε μπορεί να παίξει τον παιδαγωγικό του ρόλο γιατί ο δάσκαλος είναι και αυτός αδύναμος απέναντι στους γονείς, που θεωρούν ότι το παιδί τους έχει πάντα δίκιο, το κύρος τους έχει εκλείψει, έχουν μειωμένα κίνητρα γιατί δεν πληρώνονται αρκετά και μηδενική καθοδήγηση σχετικά με το ρόλο τους από το σύστημα.