Ντροπιαστική είναι για τη χώρα μας η έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων ECDC, αναφορικά με την μικροβιακή αντοχή στα νοσοκομεία της πατρίδα μας και ειδικά στις ΜΕΘ. Οι επιστήμονες της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων τονίζουν ότι πρέπει να αντιστρέψουμε αυτή την εικόνα, που δεν μάς τιμά καθόλου και θυμίζουν ότι η μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης στον πληθυσμό της πατρίδας μας εξαιτίας των αντιεμβολιαστικών κινημάτων τροφοδοτεί την σιωπηλή «πανδημία» των ανθεκτικών, υπερανθεκτικών και πανανθεκτικών μικροβίων, που αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας Υγείας.
της Αλεξίας Σβώλου

Δυστυχώς η χώρα μας εξακολουθεί να είναι ουραγός σε ολόκληρη την Ευρώπη στην αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής, με τα ελληνικά νοσοκομεία να χαρακτηρίζονται ως «χώροι μη ασφαλείς» από το ECDC,, εξαιτίας της μεγάλης διασποράς των ανθεκτικών, υπερανθεκτικών και παν-ανθεκτικών μικροβίων μέσα στους νοσοκομειακούς θαλάμους και κυρίως στις ΜΕΘ.
Όπως εξηγούν ο Νίκος Σύψας, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων (Ε.Ε.Λ), Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας- Λοιμωξιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρόεδρος Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων Επιστημονικός/Διοικητικός Υπεύθυνος Μονάδας Λοιμώξεων – COVID, ΓΝΑ «Λαϊκό» και ο Στυλιανός Ασημακόπουλος, Ταμίας του Δ.Σ. της Ε.Ε.Λ, Αν. Καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων, Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, Υπεύθυνος Μονάδας Ειδικών Λοιμώξεων Π.Γ.Ν.Π, η τελευταία έκθεση του ECDC δεν είναι καθόλου τιμητική για την χώρα μας. Περιγράφει τα νοσοκομεία ως χώρους μη ασφαλείς και δυστυχώς κάθε χρόνο τουλάχιστον 2500 έως 3000 ασθενείς που εισάγονται στο νοσοκομείο για άλλο λόγο (κυρίως ως πολυτραυματίες) καταλήγουν από μικροβιακή λοίμωξη από ανθεκτικά μικρόβια.

Η μικροβιακή αντοχή τροφοδοτείται και από την μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης εξαιτίας των αντι-εμβολιαστικών κινημάτων, αλλά και από την υπερφόρτωση των νοσοκομείων και την συσσώρευση των ασθενών σε κοινούς θαλάμους, καθώς είναι αδύνατον να έχουμε μόνο μονόκλινα δωμάτια. Επίσης ευθύνονται και άλλοι συνήθεις ύποπτοι όπως η πρακτική των γιατρών να χορηγούν ευρέως φάσματος αντιβιοτικά σε ασθενείς που εισάγονται με βαριά κλινική εικόνα, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις που θα εντοπίσουν τα ένοχα παθογόνα. Στην κατεύθυνση αυτή βοηθούν οι νέες μοριακές εξετάσεις που υιοθετούνται από τα νοσοκομεία ώστε να βγαίνουν πιο γρήγορα τα αποτελέσματα. Τα νέα μοριακά τεστ είναι ακριβά και γι αυτό απαιτείται επένδυση στα νοσοκομεία, με την υποχρηματοδότηση της υγείας να μην βοηθά προς την σωστή κατεύθυνση.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα ανθεκτικά μικρόβια αλλά και τα πολυανθεκτικά, τα υπερανθεκτικά και τα παν-ανθεκτικά. Στην τελευταία κατηγορία, των στελεχών μικροβίων που δεν τα πιάνει κανένα αντιβιοτικό ανήκουν το acetinobacter (ακετινοβακτήριο) και η κλεμπσιέλλα, ενώ έτερο πρόβλημα για τα νοσοκομεία αποτελεί ο μύκητας Candida auris ο οποίος στα νοσοκομεία του εξωτερικού είναι πανανθεκτικός και εφόσον προσβάλλει νοσηλευόμενους ασθενείς, η θνησιμότητα της λοίμωξης μπορεί να φτάσει το 60%, δηλαδή είναι σχεδόν διπλάσια από την θνησιμότητα του διαβόητου ιού Ebola. Στην Ελλάδα, ευτυχώς μέχρι τώρα ο μύκητας Candida auris εξακολουθεί να διατηρεί μία ευαισθησία σε μία κατηγορία αντι-μυκητιασικών φαρμάκων, τις κανδίνες, οπότε δεν έχει ακόμα τουλάχιστον χαρακτηριστικά παν-ανθεκτικότητας.
Η πανδημία της μικροβιακής αντοχής τροφοδοτείται βέβαια και από το αντι-εμβολιαστικό κίνημα με αποτέλεσμα όσο μικρότερα να είναι τα ποσοστά του εμβολιασμού στην κοινότητα, να «φουσκώνει» η σιωπηλή πανδημία των super bugs.
Φέτος που το ποσοστό εμβολιασμού για την γρίπη δεν ήταν υψηλό, τα νοσοκομεία πλημμύρισαν με ασθενείς με γρίπη και αυτό συνεπάγεται μεγάλη πίεση σε θαλάμους και ΜΕΘ και κατ’ επέκταση διόγκωση της μικροβιακής αντοχής. Όπως εξηγεί η Κατερίνα Αργυράκη, Γενική Γραμματέας του Δ.Σ της Ε.Ε.Λ, Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Συντονίστρια Διευθύντρια Παθολογικής Κλινικής, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», από τον Οκτώβριο μέχρι και το Μάρτιο καταγράφηκαν 50 θάνατοι από γρίπη (25 γυναίκες και 25 άντρες) που θα έπρεπε να έχουν εμβολιαστεί και φέτος παρατηρήθηκε το φαινόμενο, αρκετοί υπερήλικες και ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς να κάνουν το απλό αντιγριπικό εμβόλιο που γινόταν χωρίς συνταγή στα φαρμακεία, ενώ θα έπρεπε να κάνουν το αντιγριπικό εμβόλιο με το ανοσοενισχυτικό που απαιτεί συνταγογράφηση. Θα έπρεπε η Πολιτεία να φροντίσει έτσι ώστε το ανοσοενισχυμένο εμβόλιο κατά της γρίπης να χορηγείται από τα φαρμακεία με εύκολη πρόσβαση χωρίς συνταγή, ώστε οι πιο ηλικιωμένοι και τα άτομα με ανοσοκαταστολή να μπορούν να το κάνουν εύκολα και γρήγορα, προσθέτει από την μεριά της η Μαρία Χίνη, Μέλος Δ.Σ. της Ε.Ε.Λ., Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Επ. Υπεύθυνη Διευθύντρια Γ’ Παθολογικού Τμήματος και Μονάδας Λοιμώξεων Γ.Ν.Α «Κοργιαλένειο – Μπενάκειο» Ε.Ε.Σ.
Στο σημείο αυτοί οι ειδικοί κάνουν και την αυτοκριτική τους επισημαίνοντας πως έχει μειωθεί απαράδεκτα η εμβολιαστική κάλυψη στους επαγγελματίες υγείας αναφορικά με τον αντιγριπικό εμβολιασμό. Ενώ στα χρόνια της covid πανδημίας τουλάχιστον το 60% των επαγγελματιών υγείας έκανε το αντιγριπικό εμβόλιο, το ποσοστό φέτος δεν ξεπερνά το 30%. Επίσης έχουμε πολύ χαμηλή κάλυψη με τα επικαιροποιημένα covid εμβόλια στις ομάδες υψηλού κινδύνου όπως είναι οι υπερήλικες και οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς. Σε αυτή την τόσο ευάλωτη κατηγορία, με τόσο εύθραυστη υγεία μόλις το 1,2% των ατόμων έχει εμβολιαστεί έναντι του κορονοϊού, ενώ στην Σουηδία το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 83%!
Πρόλογος:
Ντροπιαστική είναι για τη χώρα μας η έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων ECDC, αναφορικά με την μικροβιακή αντοχή στα νοσοκομεία της πατρίδα μας και ειδικά στις ΜΕΘ. Οι επιστήμονες της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων τονίζουν ότι πρέπει να αντιστρέψουμε αυτή την εικόνα, που δεν μάς τιμά καθόλου και θυμίζουν ότι η μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης στον πληθυσμό της πατρίδας μας εξαιτίας των αντιεμβολιαστικών κινημάτων τροφοδοτεί την σιωπηλή «πανδημία» των ανθεκτικών, υπερανθεκτικών και πανανθεκτικών μικροβίων, που αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας Υγείας.
ΚΕΙΜΕΝΟ:
Δυστυχώς η χώρα μας εξακολουθεί να είναι ουραγός σε ολόκληρη την Ευρώπη στην αντιμετώπιση της μικροβιακής αντοχής, με τα ελληνικά νοσοκομεία να χαρακτηρίζονται ως «χώροι μη ασφαλείς» από το ECDC,, εξαιτίας της μεγάλης διασποράς των ανθεκτικών, υπερανθεκτικών και παν-ανθεκτικών μικροβίων μέσα στους νοσοκομειακούς θαλάμους και κυρίως στις ΜΕΘ.
Όπως εξηγούν ο Νίκος Σύψας, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων (Ε.Ε.Λ), Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας- Λοιμωξιολογίας, Ιατρική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Πρόεδρος Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων Επιστημονικός/Διοικητικός Υπεύθυνος Μονάδας Λοιμώξεων – COVID, ΓΝΑ «Λαϊκό» και ο Στυλιανός Ασημακόπουλος, Ταμίας του Δ.Σ. της Ε.Ε.Λ, Αν. Καθηγητής Παθολογίας-Λοιμώξεων, Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, Υπεύθυνος Μονάδας Ειδικών Λοιμώξεων Π.Γ.Ν.Π, η τελευταία έκθεση του ECDC δεν είναι καθόλου τιμητική για την χώρα μας. Περιγράφει τα νοσοκομεία ως χώρους μη ασφαλείς και δυστυχώς κάθε χρόνο τουλάχιστον 2500 έως 3000 ασθενείς που εισάγονται στο νοσοκομείο για άλλο λόγο (κυρίως ως πολυτραυματίες) καταλήγουν από μικροβιακή λοίμωξη από ανθεκτικά μικρόβια.
Η μικροβιακή αντοχή τροφοδοτείται και από την μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης εξαιτίας των αντι-εμβολιαστικών κινημάτων, αλλά και από την υπερφόρτωση των νοσοκομείων και την συσσώρευση των ασθενών σε κοινούς θαλάμους, καθώς είναι αδύνατον να έχουμε μόνο μονόκλινα δωμάτια. Επίσης ευθύνονται και άλλοι συνήθεις ύποπτοι όπως η πρακτική των γιατρών να χορηγούν ευρέως φάσματος αντιβιοτικά σε ασθενείς που εισάγονται με βαριά κλινική εικόνα, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις που θα εντοπίσουν τα ένοχα παθογόνα. Στην κατεύθυνση αυτή βοηθούν οι νέες μοριακές εξετάσεις που υιοθετούνται από τα νοσοκομεία ώστε να βγαίνουν πιο γρήγορα τα αποτελέσματα. Τα νέα μοριακά τεστ είναι ακριβά και γι αυτό απαιτείται επένδυση στα νοσοκομεία, με την υποχρηματοδότηση της υγείας να μην βοηθά προς την σωστή κατεύθυνση.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα ανθεκτικά μικρόβια αλλά και τα πολυανθεκτικά, τα υπερανθεκτικά και τα παν-ανθεκτικά. Στην τελευταία κατηγορία, των στελεχών μικροβίων που δεν τα πιάνει κανένα αντιβιοτικό ανήκουν το acetinobacter (ακετινοβακτήριο) και η κλεμπσιέλλα, ενώ έτερο πρόβλημα για τα νοσοκομεία αποτελεί ο μύκητας Candida auris ο οποίος στα νοσοκομεία του εξωτερικού είναι πανανθεκτικός και εφόσον προσβάλλει νοσηλευόμενους ασθενείς, η θνησιμότητα της λοίμωξης μπορεί να φτάσει το 60%, δηλαδή είναι σχεδόν διπλάσια από την θνησιμότητα του διαβόητου ιού Ebola. Στην Ελλάδα, ευτυχώς μέχρι τώρα ο μύκητας Candida auris εξακολουθεί να διατηρεί μία ευαισθησία σε μία κατηγορία αντι-μυκητιασικών φαρμάκων, τις κανδίνες, οπότε δεν έχει ακόμα τουλάχιστον χαρακτηριστικά παν-ανθεκτικότητας.
Η πανδημία της μικροβιακής αντοχής τροφοδοτείται βέβαια και από το αντι-εμβολιαστικό κίνημα με αποτέλεσμα όσο μικρότερα να είναι τα ποσοστά του εμβολιασμού στην κοινότητα, να «φουσκώνει» η σιωπηλή πανδημία των super bugs.
Φέτος που το ποσοστό εμβολιασμού για την γρίπη δεν ήταν υψηλό, τα νοσοκομεία πλημμύρισαν με ασθενείς με γρίπη και αυτό συνεπάγεται μεγάλη πίεση σε θαλάμους και ΜΕΘ και κατ’ επέκταση διόγκωση της μικροβιακής αντοχής. Όπως εξηγεί η Κατερίνα Αργυράκη, Γενική Γραμματέας του Δ.Σ της Ε.Ε.Λ, Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Συντονίστρια Διευθύντρια Παθολογικής Κλινικής, ΓΝΝΘΑ «Η Σωτηρία», από τον Οκτώβριο μέχρι και το Μάρτιο καταγράφηκαν 50 θάνατοι από γρίπη (25 γυναίκες και 25 άντρες) που θα έπρεπε να έχουν εμβολιαστεί και φέτος παρατηρήθηκε το φαινόμενο, αρκετοί υπερήλικες και ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς να κάνουν το απλό αντιγριπικό εμβόλιο που γινόταν χωρίς συνταγή στα φαρμακεία, ενώ θα έπρεπε να κάνουν το αντιγριπικό εμβόλιο με το ανοσοενισχυτικό που απαιτεί συνταγογράφηση. Θα έπρεπε η Πολιτεία να φροντίσει έτσι ώστε το ανοσοενισχυμένο εμβόλιο κατά της γρίπης να χορηγείται από τα φαρμακεία με εύκολη πρόσβαση χωρίς συνταγή, ώστε οι πιο ηλικιωμένοι και τα άτομα με ανοσοκαταστολή να μπορούν να το κάνουν εύκολα και γρήγορα, προσθέτει από την μεριά της η Μαρία Χίνη, Μέλος Δ.Σ. της Ε.Ε.Λ., Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Επ. Υπεύθυνη Διευθύντρια Γ’ Παθολογικού Τμήματος και Μονάδας Λοιμώξεων Γ.Ν.Α «Κοργιαλένειο – Μπενάκειο» Ε.Ε.Σ.
Στο σημείο αυτοί οι ειδικοί κάνουν και την αυτοκριτική τους επισημαίνοντας πως έχει μειωθεί απαράδεκτα η εμβολιαστική κάλυψη στους επαγγελματίες υγείας αναφορικά με τον αντιγριπικό εμβολιασμό. Ενώ στα χρόνια της covid πανδημίας τουλάχιστον το 60% των επαγγελματιών υγείας έκανε το αντιγριπικό εμβόλιο, το ποσοστό φέτος δεν ξεπερνά το 30%. Επίσης έχουμε πολύ χαμηλή κάλυψη με τα επικαιροποιημένα covid εμβόλια στις ομάδες υψηλού κινδύνου όπως είναι οι υπερήλικες και οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς. Σε αυτή την τόσο ευάλωτη κατηγορία, με τόσο εύθραυστη υγεία μόλις το 1,2% των ατόμων έχει εμβολιαστεί έναντι του κορονοϊού, ενώ στην Σουηδία το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 83%!