Εξαιρετικά σπάνια είναι η περίπτωση θανατηφόρου μυοκαρδίτιδας μετά την προσβολή με παρβοϊό, όπως επισημαίνει η εγχώρια επιστημονική κοινότητα, καθησυχάζοντας τους πολίτες που εύλογα ανησυχούν μετά τον τραγικό θάνατο ενός νηπίου 3,5 ετών, το οποίο κόλλησε παρβοϊό και εκδήλωσε μυοκαρδίτιδα.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής παιδιατρικής και λοιμωξιολογίας ΕΚΠΑ, Θεοκλής Ζαούτης, ο παρβοϊός 19 που μεταδίδεται μεταξύ των ανθρώπων και είναι αυτός που κολλούν τα παιδιά είναι από τους πλέον κοινούς ιούς και κυκλοφορεί τόσο πολύ στην κοινότητα που σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων ηλικίας άνω των 60 ετών έχουν κολλήσει τουλάχιστον μια φορά στην ζωή τους. Ισχύει δηλαδή για τον παρβοϊό ότι ισχύει και για τους ροταϊούς της γαστρεντερίτιδας που όλοι τους έχουμε κολλήσει σε κάποια δεδομένη στιγμή στην ζωή μας
Στα παιδιά που προσβάλλονται με παρβοϊό, τα συμπτώματα είναι κατά κανόνα πολύ ήπια και 2 στα 10 παιδιά δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα, οπότε ούτε οι γονείς τους το αντιλαμβάνονται. Μεταξύ των συμπτωμάτων περιλαμβάνεται ο πυρετός, ο πονοκέφαλος, ο πονόλαιμος, ο βήχας, ο πόνος των αρθρώσεων και ένα χαρακτηριστικό εξάνθημα στο πρόσωπο (ένα κοκκίνισμα στο μάγουλο). Η μυοκαρδίτιδα είναι μια σπάνια επιπλοκή που σε αντίθεση με αυτή καθεαυτή την λοίμωξη έχει πολύ πιο σοβαρά συμπτώματα. Το παιδί με μυοκαρδίτιδα νιώθει πόνο στο στήθος, έντονη κούραση, η καρδιά του παρουσιάζει αρρυθμίες (δηλαδή έχει την αίσθηση ότι δεν χτυπά κανονικά) και δυσκολεύεται να πάρει αναπνοή, όπως εξηγεί ο καθηγητής Θεοκλής Ζαούτης. Στην μυοκαρδίτιδα τα συμπτώματα είναι τόσο ανησυχητικά που ωθούν άμεσα τους γονείς να αναζητήσουν ιατρική συμβουλή, να καλέσουν τον παιδίατρο ή να πάνε στο νοσοκομείο.
Από την μεριά της η παθολόγος, Καθηγήτρια Θεραπευτικής,
Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, επισημαίνει ότι μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές από τον παρβοϊό έχουν οι έγκυες γυναίκες, τα άτομα με υποκείμενα νοσήματα ειδικά διαταραχές του αίματος και οι ανοσοκατεσταλμένοι, δηλαδή οι μεταμοσχευμένοι, οι άνθρωποι που πάσχουν από ανοσοανεπάρκειες και όσοι λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Αναφορικά με την αντιμετώπιση των περιστατικών, δεν υπάρχει ούτε προληπτικό εμβόλιο ούτε ειδική θεραπεία (ειδικά αντιικά) για τον παρβαϊό και δίνεται μόνο συμπτωματολογική θεραπεία. Ο παρβοϊός μεταδίδεται κυρίως μέσω της αναπνευστικής οδού όπως ισχύει για την γρίπη, δηλαδή με σταγονίδια στον αέρα και φυσικά είναι πολύ εύκολη η μετάδοση του όπου υπάρχει συγχρωτισμός-ειδικά παιδιών.
Επίσης επειδή πολλοί παρβοϊοί μολύνουν ζώα και ειδικότερα κατοικίδια ζώα (σκύλους και γάτες), οι ειδικοί διευκρινίζουν ότι αυτοί οι παρβοϊοί δεν μεταδίδονται στον άνθρωπο. Μόνο ο παρβοϊός 19, από τον οποίο νόσησε και έχασε τη ζωή του το νήπιο μολύνει ανθρώπους αλλά αυτός δεν μολύνει ζώα. Συνεπώς δεν υπάρχει κανείς λόγος για ανησυχία στις οικογένειες που έχουν κατοικίδια, αφού δεν υπάρχει κανένας τρόπος μετάδοσης από το ζώο στον άνθρωπο και αντίστροφα.
Μετά το τραγικό συμβάν στον παιδικό σταθμό στη Θεσσαλονίκη και τη συρροή 11 άλλων κρουσμάτων, μεταξύ των υπολοίπων νηπίων, ο ΕΟΔΥ βρίσκεται σε αυξημένη επιφυλακή στην Ελλάδα, με το Αμερικανικό αντίστοιχο φορέα, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων CDC να αναφέρει ότι καταγράφονται περιοδικές εξάρσεις κρουσμάτων παρβοϊού 19 κάθε 3-4 χρόνια. Θυμίζουμε ότι αντίστοιχες εξάρσεις στρεπτόκοκκου Α καταγράφονται κάθε περίπου 4-5 χρόνια (με τον στρεπτόκοκκο βέβαια να είναι πιο επικίνδυνος), ενώ δυστυχώς βλέπουμε ότι μετά το πέρασμα της πανδημίας covid 19 και τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν, τα μικρά παιδιά παρουσιάζουν αυξημένη ευαλωτότητα στο ανοσοποιητικό τους σύστημα απέναντι σε κάθε λογής ιούς και βακτήρια. Πρόκειται για μια γενιά παιδιών που γεννήθηκαν και πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε πολύ πιο «αποστειρωμένες» συνθήκες από ότι θα έπρεπε. Δεν ήρθαν σε επαφή με άλλα παιδιά, δεν κόλλησαν μικρόβια από τα μεγαλύτερα αδελφάκια τους που δεν πήγαιναν σχολείο (αλλά έκαναν τηλεκπαίδευση), δεν πήγαν τα ίδια σε παιδικούς σταθμούς, παιδότοπους, πάρτι και παιδικές χαρές. Έτσι το ανοσοποιητικό τους σύστημα δεν ήρθε σε επαφή με κοινά μικρόβια, που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να έχουν κολλήσει δεκάδες φορές- και συνεπώς δεν είχε την ευκαιρία να ωριμάσει φυσιολογικά και να αναπτύξει μηχανισμούς ανοσίας.